- ἐγρήγορθαι
- ἔγρεο, -ετο, -εσθαι, ἐγρήγορθαι: see ἐγείρω.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἐγρήγορθαι — ἐγείρω awaken perf inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)